φεουδαρχία

φεουδαρχία
Bλ. λ. φεουδαλισμός.
* * *
η, Ν
1. (γενικά) πολιτικοοικονομικό σύστημα που αντικατέστησε το σύστημα τής δουλείας και το οποίο στηριζόταν στο σύστημα κατοχής τής γής με βάση το φέουδο και στη θέσπιση προσωπικών αμοιβαίων υποχρεώσεων και καθηκόντων και που χαρακτηριζόταν, στο οικονομικό πεδίο, από την απόλυτη ιδιοκτησία τού φεουδάρχη στη γη και από τη μερική ιδιοκτησία του στους καλλιεργητές της και, στο κοινωνικο-πολιτικό πεδίο, από την απόλυτη αυταρχική κυριαρχία του
2. (με στενή έννοια) σύνολο θεσμών που δημιουργούν δεσμούς εξάρτησης ανάμεσα σε δύο ελεύθερους ανθρώπους, τον κύριο και τον υποτελή, με βάση τους οποίους ο πρώτος παρέχει στον δεύτερο την προστασία του, με αντάλλαγμα την υποταγή και τις υπηρεσίες τού δεύτερου, έναντι τών οποίων ο κύριος τού παρέχει για χρήση ένα φέουδο
3. (με ευρεία έννοια) κοινωνία η οποία βασίζεται στους δεσμούς προσωπικής εξάρτησης ανθρώπου από άνθρωπο οι οποίοι αντικατέστησαν την υποταγή σε μια δημόσια αρχή, κοινωνία στην οποία μια τάξη πολεμιστών εξουσιάζει την μάζα τών χωρικών, διευθύνοντας και εκμεταλλευόμενη τις παραγωγικές δραστηριότητες στο πλαίσιο μιας αγροτικής χωροδεσποτείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέουδο + -αρχία (< -άρχης*). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Ι. Α. Σούτζο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φεουδαρχία — η κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό καθεστώς που επικράτησε το μεσαίωνα στη Δύση και διαιρούσε τη διοίκηση σε φέουδα, ο φεουδαρχισμός, ο τιμαριωτισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • φεουδαλισμός — Κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, που άκμασε κυρίως κατά τον 9o 13o αι., ιδίως στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη που προήλθαν από τη διάλυση της αυτοκρατορίας των Kαρολιδών (σημερινή Γαλλία, Γερμανία κλπ.). Το φαινόμενο έχει την αρχή του στην τελευταία… …   Dictionary of Greek

  • τιμαριωτισμός — ο, Ν 1. κοινωνικό και διοικητικό σύστημα, συγγενικό με τη φεουδαρχία, βασιζόμενο στα τιμάρια, το οποίο αναπτύχθηκε κυρίως κατά την ακμή τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 2. (στη Δύση) φεουδαλισμός, φεουδαρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμαριώτης + ισμός*. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • φεουδαρχικός — ή, ό, Ν [φεουδάρχης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φεουδαρχία ή στον φεουδάρχη 2. φρ. «φεουδαρχικό σύστημα» η φεουδαρχία, ο φεουδαρχισμός. επίρρ... φεουδαρχικώς και φεουδαρχικά Ν κατά το φεουδαρχικό σύστημα …   Dictionary of Greek

  • φεουδαρχισμός — ο, Ν η φεουδαρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεουδάρχης / φεουδαρχία + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”